λαμπρόσκολα

λαμπρόσκολα
τα пасхальные дни, пасхальные каникулы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λαμπρόσκολα" в других словарях:

  • λαμπρόσκολα — και λαμπρόσχολα, τά οι ημέρες αργίας τού Πάσχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λαμπρή + σχόλη] …   Dictionary of Greek

  • λαμπρόσκολα — τα οι σκόλες της Λαμπρής, οι ημέρες αργίας των εορτών του Πάσχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • λαμπρόσχολα — τα βλ. λαμπρόσκολα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»